Εσιργλούλευε η Κατερίνη τον άντρα τζη το Νικολή να πάει στην εκκλησά, από τσοι πρώτους χαιρετισμούς, μα δε τζη συνάζεται.
– Παρέτα με μωρή, παρέτα με, πως θα γλακώ δα στσ’ εκκλησές… αντιδρά κι αντισκαρώνει ο Νικολής.
Εφταξεν η Μεγαλοβδόμαδα, επέρασενε κι αυτή και μ’ ούλη την επιμονή τζη, δεν εκατάφερνενε πράμα η Κατερίνη. Ανήμερα τση Λαμπρής, άρχιξενε πάλι από το πρωί-πρωί να τονε τριγουνίζει:
– Άμε μωρέ κακομοίρη σήμερο σκιας, χρονιάρα μέρα στη διπλανάσταση… χρισθιανός, μιαρέ κακομοίρη, βαφτίστηκες κι από τότεσας δεν εξαναπάτησες σ’ εκκλησά… γι’ αυτό μωρέ, αντίχριστε, δε σου πάνε καλά τα έχνη και σου ψοφούνε ούλη ν-την ώρα τα ρίφια…
Τουτηνά η τελευταία κουβέντα, σάικα πως έβαλενε το Νικολή στην έγνοια και τ’ απομεσήμερο, ότι ώρα κι άκουσενε τσι καμπάνες να χτυπούνε, ξεκινά για την εκκλησά. Ως εμπήκενε μέσα ο Νικολής, θωρεί άλλους να ’χουνε ξεστελιωμένες τσι εικόνες να τσι βγάνουν όξω για τη μ-περιφορά, άλλοι να παίρνουνε τα εξαφτέρουγα, άλλοι τα φανάργια, οπότε γυρίζει την άλλη μπάντα κι αυτός, θωρεί μια μεγάλη μπρούτζινη κολυμπήθρα σε μια γκαντονάδα, τηνε κατηνιάζεται στη ράχη ν-του και κλουθά τελευταίος τη μ-πομπή, για τη μ-περιφορά γύρου γύρου στο χωργιό.
Την ώρα που πέρνανε η πομπή από το σπίτι του Νικολή, στέκει η γυναίκα ν-του η Κατερίνη στο κατώφλι τσ’ οξώπορτας, ντυμένη στα πλιο καλά τζη, με το γκιουλουχτάνι στη μια χέρα και το θυμιατήρι στην άλλη και ραίνει μ’ανθόνερο και θυμιατίζει ούλη τουτηνά τη συνεπαρσά.
Ότι ώρας όμως κι είδενε το Νικολή, με τη γ-κολυμπήθρα στη ράχη, ολόγρο στον ιδρώτα, ν’αγκομαχεί από το βάρος και ν’ακλουθά τελευταίος, εξεράθηκενε στα γέλια. Θωρεί την ο Νικολής να γελά, παίζουνε τα νεύρα ν-του και κοντοστένεται:
– Δε φτάνει, μωρή αδικοθάνατη, που μ’έπεψες σήμερο στην εκκλησά, απού ‘χάνε τη μετακόμιση, μόνο γελοχαχαρίζεις κιόλας, ε;