ρίφι Σημαίνει:– το κατσικάκι Ετυμολογία < υποκοριστικό του έριφος Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook Άρθρα που περιέχουν τη λέξη: Κρητικό Ανέκδοτο: Ο Νικολής και η κολυμπήθραΕσιργλούλευε η Κατερίνη τον άντρα τζη το Νικολή να πάει στην εκκλησά, από τσοι πρώτους χαιρετισμούς, μα δε τζη συνάζεται...Το σούβλισμα του αρνιού ήταν άγνωστο έθιμο στους Κρητικούς των παλαιότερων δεκαετιώνΣτην Κρήτη το αρνί ή το ρίφι, το μαγείρευαν το Πάσχα συνήθως με χόρτα της εποχήςΤο Οφτό. Μια πανάρχαια συνήθειαΔεν είναι τυχαίο το ότι ακόμη και σήμερα ο πιο αγαπημένος τρόπος ψησίματος του κρέατος στην Κρήτη είναι στα κάρβουνα, το «οπτόν» (=ψητό, ψημένο) ή οφτό, όπως λέγεται ακόμη.« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού Μοιράσου τη λέξη Προηγούμενο Όρος Λεξικού τότεσας Επόμενο Όρος Λεξικού ξεστελιώνω