ζάλο

Σημαίνει:

– βήμα, βηματισμός, πήδημα, άλμα

Ετυμολογία
αρχαία ελληνική σάλος (=ταρακούνημα από θαλασσοταραχή)

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

Συνώνυμα:
ζάλα
« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
Μοιράσου τη λέξη