Καταχανάς, βουρβούλακας ή βρικόλακας. Μια γνήσια Κρητική ιστορία βρικολάκων

«Καλύτερα είχα να φάω το συκώτι του παιδιού μου»

Ο βρικόλακας ή καταχανάς, όπως τον λένε στην Κρήτη , είναι γνωστός ως βουρβούλακας ή βρουκόλακας στα νησιά του Αρχιπελάγους.

Εκεί άλλωστε είναι πολύ διαδεδομένη η άποψη ότι αν πεθάνει κάποιος που έχει διαπράξει φοβερό έγκλημα ή έχει αφοριστεί από παπά ή επίσκοπο, τότε η γη δεν θα τον δεχτεί και θα αναγκαστεί να τριγυρνάει όλο το βράδυ, ενώ μόνο τη μέρα θα μένει στον τάφο του. Ωστόσο, πολύ είναι αυτοί που πιστεύουν ότι στον τάφο του έχει δικαίωμα να μένει μόνο μια μέρα την εβδομάδα, το Σάββατο.

Εξ άλλου, όταν ανακαλυφθεί ότι κυκλοφορεί κάποιος βρικόλακας πάνε το Σάββατο όλοι και ανοίγουν τον τάφο του: βρίσκουν πάντοτε το σώμα την ίδια κατάσταση που ήταν τη μέρα της ταφής του. Ο παπάς λοιπόν που τους συνοδεύει διαβάζει ορισμένους εξορκισμούς, που έχουν λένε, τη δύναμη να τερματίσουν τις περιπλανήσεις του βρυκόλακα, και καμιά φορά μόνο αυτό αρκεί για να επανέλθει η ηρεμία και η ησυχία στην περιοχή. Βεβαίως, υπάρχουν περιπτώσεις που ο παπάς δεν είναι αρκετά αποτελεσματικός εξορκιστής ώστε να σταματήσει έτσι εύκολα τα νυχτοπερπατήματά και τα καμώματα του αθάνατου.

Ο βρικόλακας άλλωστε, όπως το φάντασμα του Shakespeare, είναι καταδικασμένος να περπατάει τη νύχτα για τιμωρία των εγκλημάτων που διέπραξε στη φυσιολογική του ζωή. Όταν λοιπόν αυτή η απλή θρησκευτική τελετή δεν φέρει αποτέλεσμα, το Σάββατο όλοι οι άνθρωποι της περιοχής πάνε στον τάφο, παίρνουν το σώμα και το καίνε.

Πρόκειται βέβαια για μια πράξη που ουδείς Έλληνας θα δεχόταν να κάνει, εκτός κι αν ήταν μεγάλη ανάγκη. Η θρησκεία θεωρεί φοβερό να κάψουν ένα σώμα που ο παπάς είχε λαδώσει στην τελευταία θρησκευτική τελετή του νεκρού.

Οι Σφακιανοί πιστεύουν ότι οι καταστροφές που κάνουν οι βρικόλακες ήταν παλαιότερα περισσότερες απ΄ ότι σήμερα. Το ότι είναι λιγότεροι οφείλεται αποκλειστικά στον αυξημένο ζήλο και στις ικανότητες των μελών του κλήρου.

kataxanas-3

Μια γνήσια Κρητική ιστορία βρικολάκων

«Τα παλιά τα χρόνια στο χωριό Καλικράτη, της επαρχίας Σφακίων, βγήκε ένα καταχανάς και δεν ήξεραν τι άνθρωπος ήταν ή από ποιο μέρος. Τούτος ο καταχανάς χάρασε παιδιά και ανθρώπους μεγάλους πολλούς και ερήμωσε και το χωριό και άλλα πολλά. Τον είχαν θαμμένο στον Άγιο Γεώργιο τον Καλικράτη – και κατά καιρόν εκείνον ήτον σημαντικός άνθρωπος και του είχασι καμάραν καμομένην -. Ήταν και ένας βοσκός σύντεκνός του μεροτικός, και έβοσκε τα ζώα του εκεί κοντά στην εκκλησία. Όμως τον έπιασε βροχή και πήγε στο μνήμα να προφυλαχτεί από τη βροχή. Αποφάσισε να κοιμηθεί και να ξωμείνει εκεί. Έβγαλε τα άρματά του (τα όπλα αποτελούσαν μέρος της ενδυμασίας του Σφακιανού – δεν τα έβγαζε παρά μόνο για να κοιμηθεί) και τα τοποθέτησε στο προσκεφάλι του σταυρωτά (και για αυτό δεν μπορούσε να βγει ο καταχανάς, ο οποίος δε φοβήθηκε βέβαια τα ανθρώπινα όπλα. Ήταν όμως τοποθετημένα σταυρωτά ώστε τον απέτρεψε ο σταυρός και όχι το σίδερο).

Τη νύχτα, ο Καταχανάς ήθελε να βγει έξω να χαράξει ανθρώπους. Είπε στο βοσκό:

Σήκωσε σύντεκνε απ΄αυτού, επειδή έχω δουλειά να πορίσω.
Ο βοσκός δεν του αποκρίθηκε ούτε στη μια φορά ούτε ούτε στις δυο ούτε στις τρεις (κατάλαβε ο βοσκός ότι ο καταχανάς δεν μπορούσε να εμφανιστεί όσο είχε σταυρωτά τα όπλα του). Την τέταρτη φορά του είπε:

Δεν σηκώνομαι απ’εδά, διατί φοβούμαι, σύντεκνε, μη μπα να έχεις κακόν αέρα πράγμα παθομένο, και με πειράξεις και φοβούμαι, όμως σα θέλεις να σηκωθώ, μνώξε μου `μα το αναβόλι σου, όπως δεν με πειράζεις, κι έτσι σηκώνομαι.
Και αυτός δεν του το έλεγε (δεν πρόφερε τις μόνες λέξεις που δεσμεύουν με όρκο τον καταχανά: μα το αναβόλι μου) παρά του έλεγε άλλα. Όμως σαν δεν τον άφηνε να σηκωθεί, του έμνωξε ως καθώς `που ήθελε, και σηκώνεται απ΄εκεί και παίρνει τα άρματά του, και τα βγάνει από το μνήμα όξω.

Ο καταχανάς βγήκε έξω και τον χαιρέτησε και του είπε:
Όμως σύντεκνε μη μισέψεις, αλλά κάθισε εδά, απού χω δουλειά για να πάω, και σε μια ώρα θα γυρίσω απού έχω λόγον να σου μιλήσω.

Και αυτός τον περίμενε.

Ο καταχανάς πήγε ίσαμε δέκα μίλια δρόμου, όπου ήταν ένα ανδρόγυνο ευλογημένο, και τους εχάρασε. Γύρισε πίσω και τον είδε ο σύντεκνός του που κρατούσε το συκώτι, και ήταν τα χέρια του υγρά από το αίμα, και `κει που το κρατούσε το φύσηξε όπως ο χασάπης, για να μεγαλώσει το συκώτι και του έδειξεν όπως ήταν ψημμένον , ως καθώς και εις την φωτιάν.

Μετά του είπε:
Να καθίσωμεν σύντεκνε να φάμε
Αυτός έκανε πως έτρωγε, όμως έτρωγε ξερό ψωμί, και από εκείνο δεν έφαγε αλλά το έβαλε στον κόρφο του.

Ήλθε η ώρα να φύγει και ο καταχανάς του είπε:

Σύντεκνε, τούτο απού είδες, να μην το μαρτυρήσεις, γιατί τα είκοσί μου ανύχια εις τα παιδιά και εις τον απατόν σου θα είναι κρεμασμένα.
(Υποθέτουμε ότι εννοεί πως θα τους καταστρέψει και θα πάρει το συκώτι τους ).

Ο βοσκός όμως δεν έχασε καιρό και έδωσε την είδηση στους ιερείς και σε άλλους ανθρώπους, και πήγαν και τον βρήκαν στο μνήμα, και εγνωρίσασιν όλοι πως αυτός είχε όλα τα κακά καμωμένα. Μάζεψαν ξύλα πολλά και τον έβαλαν πάνω, και τον έκαψαν. Ο σύντεκνός του ο βοσκός δεν ήταν εκεί και όταν ήταν μισοκαμένος πήγε. Ο καταχανάς του πέταξε μια ρουχάλα αίμα στο πόδι του και ελύθηκεν ως να ήτονε εις την φωτιάν ψημμένον.

Γι αυτό κοσκίνισαν και τον άθον (στάχτη) και βρήκαν το μικρό νυχάκι του Καταχανά άκαγον και το έκαψαν και αυτό»

Πηγή : Ταξίδια στην Κρήτη R.Pahley

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

ΣΤΕΙΛΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ