– το τρέξιμο
Ετυμολογία
αγλάκι < α- + γλακ- < γλακώ < λακώ (λακίζω): φεύγω τρέχοντας προς τους λάκους (: οι πεδινοί, επίπεδοι γενικά, τόποι στην κρητική διάλεκτο)
Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook
Συνώνυμα:
γλακώ
– το τρέξιμο
Ετυμολογία
αγλάκι < α- + γλακ- < γλακώ < λακώ (λακίζω): φεύγω τρέχοντας προς τους λάκους (: οι πεδινοί, επίπεδοι γενικά, τόποι στην κρητική διάλεκτο)