αντισκαρώνω

Η λέξη σημαίνει:

– αντιστέκομαι, ανθίσταμαι
– μουλαρώνω
– εμποδίζω

Παράδειγμα

Αντισκαρώνει η καρδιά και δεν το βάνει κάτω,
κρασί τσι κάνει τσι καημούς και λέει άσπρο πάτο

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
Free Movies
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ