κοπέλι Μοιραστείτε: Tweet – παιδί (αγόρι) θηλ. κοπελιά – πληθ (=κοπέλια) τα παιδιά (αγόρια & κορίτσια) Σχετικά Άρθρα: Κρητικό ανέκδοτο: Ο Ορθόδοξος ΣκύλοςΓιάννης Χαρούλης: Από βοσκός, στις μουσικές σκηνές«Το κοπέλι είναι λυσασμένο τσι πείνας»: Η επική παραγγελία σερβιτόρου στην Κρήτη!Η λαϊκή σοφία των Κρητικών παροιμιώνΟ "σασμός" και οι παλιοί συμβιβαστές υποθέσεων στην Κρήτη« Επιστροφή στο ευρετήριο