σκουτέλι

Σημαίνει:

– πήλινο βαθύ πιάτο, μικρή γαβάθα, λεκανίτσα, απ’όπου έπιναν παλαιότερα κρασί και νερό ή το χρησιμοποιούσαν και ως μέτρο για υγρά και στερεά «μικροποσοτήτων» ή έβαζαν φαγητό

Ετυμολογία
Παραδείγματα
Παροιμία: Βάλε μέλι στο σκουτέλι, να γελάσει το κοπέλι.

Τα μάτια σου ‘ναι σαν τ’αβγά, τ’αφτιά σου σαν σκουτέλια
και τα θωρούν οι κοπελιές και σκουν από τα γέλια.

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
Μοιράσου τη λέξη