– γυμνό βουνό (μτφ βοσκότοπος).
– Μαδάρα (ως κύριο όνομα) = τα Λευκά Όρη.
Ετυμολογία
Από το μεσαιωνικό μαδάρα, θηλ. του αρχ. επιθ. μαδαρός (
– γυμνό βουνό (μτφ βοσκότοπος).
– Μαδάρα (ως κύριο όνομα) = τα Λευκά Όρη.
Ετυμολογία
Από το μεσαιωνικό μαδάρα, θηλ. του αρχ. επιθ. μαδαρός (