ξεκαυκαλώνω

Η λέξη σημαίνει:

– σπάω το κεφάλι κάποιου

Ετυμολογία
εξ + καύκαλο (κεφάλι) < από το μεταγενέστερο καύκαλον < αρχαία ελληνική καῦκος (κύπελλο)

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ