ξεκαυκαλώνω Μοιραστείτε: Tweet – σπάω το κεφάλι κάποιου Ετυμολογία εξ + καύκαλο (κεφάλι) Σχετικά Άρθρα: Σ’ ένα Κρητικό στιβανάδικο« Επιστροφή στο ευρετήριο