– είδος παραδοσιακού αλκοολούχου ποτού της Κρήτης με μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ
θηλ. – η ρακή
ουδ. – το ρακί
Ετυμολογία
α) τουρκική rakı < αραβική عرق (araka)
β) αρχ ελληνικά ραξ ή ιωνικά ρωξ (= ρώγες σταφυλιών), από το ραξ > ρακή
γ) αρχ.ελληνικά ράκη (=κουρέλια, σκουπίδια), από τα “κουρέλια” – “υπολείμματα” του σταφυλιού που απομένουν μετά το πάτημά τους, τα οποία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή της
Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook
Συνώνυμα:
τσικουδιά