δίφορος Η λέξη σημαίνει:– αυτός που καρποφορεί δυο φορές το χρόνο – διπρόσωπος Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook « Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ Προηγούμενο Όρος Λεξικού ψακή Επόμενο Όρος Λεξικού προσέτι