μολαίρνω Μοιραστείτε: Tweet – πάω βόλτα, χαλαρώνω – φεύγω – αφήνω, ελευθερώνω Ετυμολογία ιταλ. λ. mollare = χαλαρώνω Σχετικά Άρθρα: Μια καμένη Κρητική κριτική για το Game of Thrones« Επιστροφή στο ευρετήριο