ντουκιάνι

Η λέξη σημαίνει:

– το καφενείο
– το παντοπωλείο

Παλαιότερα το καφενείο, εκτελούσε και χρέη παντοπωλείου, χαρακτηριστικό που παραμένει ακόμα και σήμερα σε πολλά χωριά και πουλούσε είδη που “δε μπορούσαν να παράξουν οι χωρικοί, όπως ζάχαρη, καφέ, αλάτι, ρύζι, πετρέλαιο, σπίρτα, βελόνες κ.α.

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

Συνώνυμα:
ντουκάνι δουκιάνι
« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ