βολόσυρος

Σημαίνει:

– συρόμενο ξύλινο εργαλείο, αλωνίσματος σιτηρών, με πριονωτά σίδερα ή χαλίκια από κάτω, που σκοπό είχαν να τεμαχίσουν τα σιτηρά

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
Μοιράσου τη λέξη