ξιπάζω Σημαίνει:– φοβίζω, ξαφνιάζω, τρομάζω Ετυμολογία μεσαιωνική ελληνική ξυπάζω < ἐκσυσπάζω < αρχαία ελληνική ἐκσυσπῶμαι Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook « Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού Μοιράσου τη λέξη Προηγούμενο Όρος Λεξικού ξια σου Επόμενο Όρος Λεξικού ξωμένο