– λερώνω, μολύνω
– βεβηλώνω, μιαίνω
Ετυμολογία
< αρχαία ελληνική μεγαρίζω (το ρήμα άρχισε να έχει μειωτική σημασία μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού)
Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook
Συνώνυμα:
μαγαρισιά
– λερώνω, μολύνω
– βεβηλώνω, μιαίνω
Ετυμολογία
< αρχαία ελληνική μεγαρίζω (το ρήμα άρχισε να έχει μειωτική σημασία μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού)