μανίζω Μοιραστείτε: Tweet – θυμώνω, νευριάζω, οργίζομαι Ετυμολογία αρχαία ελληνική μαίνομαι Σχετικά Άρθρα: Μαντινάδες με αφορμή την ΑνάστασηΟ «Σούπερ Μανώλης», ο «Άρκαλος», το «Θεριό», o «Μακελάρης» και άλλοι Κρητικοί υπερήρωεςΗ ιστορία της Κρητικής διαλέκτου και το λεξιλόγιο της – Κινδυνεύει με εξαφάνιση;« Επιστροφή στο ευρετήριο