Η λέξη σημαίνει:
– κοιτώ, παρατηρώ
Ετυμολογία
μεσαιωνική ελληνική ξανοίγω < αρχαία ελληνική ἐξανοίγω (ανοίγω, εκτίθεμαι στην ανοιχτοσύνη)
– κοιτώ, παρατηρώ
Ετυμολογία
μεσαιωνική ελληνική ξανοίγω < αρχαία ελληνική ἐξανοίγω (ανοίγω, εκτίθεμαι στην ανοιχτοσύνη)