μαγαρισιά Σημαίνει:– κενώσεις ζώου στο δρόμο και γενικότερα βρωμιά, ακαθαρσία Ετυμολογία Συνώνυμα: μαγαρίζω« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού Μοιράσου τη λέξη Προηγούμενο Όρος Λεξικού μαγαρίζω Επόμενο Όρος Λεξικού χαμπετώνω