– γνωρίζω, ξέρω
πληθ. κατένε
Ετυμολογία
αρχ. κατέχω (με σίγηση του χ)
Άρθρα που περιέχουν τη λέξη:
- Μαντινάδα: Εξέχασα το σέλφι στικ...Εξέχασα το σέλφι στικ κι ήθελα να τραβήξω μια σέλφι με τα πρόβατα του κόσμου να τη δείξω
- Κρητικό ανέκδοτο: Ο Παπάς και τα... "γλιστρήματα"Σε ένα μικρό ορεινό χωριό της Κρήτης, ο παπάς που εξομολογεί τις γυναίκες, υποψιάζεται ότι ο καντηλανάφτης, που είναι μεγάλος κουτσομπόλης, υποκλέπτει τις εξομολογήσεις...
- Βιτσέντζος Κορνάρος: Ο Κρητικός Σαίξπηρ κι ο ΕρωτόκριτοςΗ Κρήτη από το 1590 -που τοποθετείται κατά προσέγγιση η συγγραφή του Ερωτόκριτου- διαδίδει από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά τα στιχάκια του.
- Η Κρητική ΔιάλεκτοςΗ κρητική διάλεκτος, διατηρεί την αρχαϊκότερη μορφή μεγάλου πλήθους λέξεων και βρίσκεται πλησιέστερα στις παλαιότερες φάσεις της Ελληνικής γλώσσας
- Τα ρακοκάζανα του Νοεμβρίου στην ΚρήτηΑν βρεθείτε στην Κρήτη αυτό το μήνα ψάξτε σε κάποιο ορεινό χωριό της ενδοχώρας και σίγουρα θα βρείτε κάποια παρέα να αποστάζει το παραδοσιακό ποτό των Κρητών με το ίδιο τρόπο, όπως εδώ και χρόνια