κατέω

Η λέξη σημαίνει:

– γνωρίζω, ξέρω

πληθ. κατένε

Ετυμολογία
αρχ. κατέχω (με σίγηση του χ)

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
Free Movies
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ