κατέω Η λέξη σημαίνει:– γνωρίζω, ξέρω πληθ. κατένε Ετυμολογία αρχ. κατέχω (με σίγηση του χ) Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook Άρθρα που περιέχουν τη λέξη: Βιτσέντζος Κορνάρος: Ο Κρητικός Σαίξπηρ κι ο ΕρωτόκριτοςΗ Κρήτη από το 1590 -που τοποθετείται κατά προσέγγιση η συγγραφή του Ερωτόκριτου- διαδίδει από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά τα στιχάκια του.Η Κρητική ΔιάλεκτοςΗ κρητική διάλεκτος, διατηρεί την αρχαϊκότερη μορφή μεγάλου πλήθους λέξεων και βρίσκεται πλησιέστερα στις παλαιότερες φάσεις της Ελληνικής γλώσσαςΚρητικό ανέκδοτο: Ο Παπάς και τα... "γλιστρήματα"Σε ένα μικρό ορεινό χωριό της Κρήτης, ο παπάς που εξομολογεί τις γυναίκες, υποψιάζεται ότι ο καντηλανάφτης, που είναι μεγάλος κουτσομπόλης, υποκλέπτει τις εξομολογήσεις...Ένας Κρητικός είπε κάποτε...Να πηγαίνεις εκεί που σε αγαπάνε. Όχι εκεί που αγαπάς.Μαντινάδα: Εξέχασα το σέλφι στικ...Εξέχασα το σέλφι στικ κι ήθελα να τραβήξω μια σέλφι με τα πρόβατα του κόσμου να τη δείξω« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ Προηγούμενο Όρος Λεξικού περτσινώνω Επόμενο Όρος Λεξικού καλλιά