κακοβολιά

Η λέξη σημαίνει:

– ο κακός, ο ανώμαλος και δύσβατος δρόμος ή τόπος

Ετυμολογία
από το αρχ. κακός+βολή. κακό(ς)+βολή- κακοβολή-κακοβολιά (με το επιθημα -ιά).

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ