αλισάχνη

Σημαίνει:

– το πολύ αλμυρό
– λεπτή κρούστα αλατιού που προκύπτει από εξάτμιση αλατόνερου (θαλάσσιου ή μη)

Ετυμολογία
αρχαία ελληνική ἁλοσάχνη < ἅλς + ἄχνη

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
Μοιράσου τη λέξη