παντονιάρω

Σημαίνει:

– αφήνω, εγκαταλείπω, παραμερώ
– βάζω στην άκρη, βάζω σε δεύτερη μοίρα

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
Μοιράσου τη λέξη