μάζωξη Η λέξη σημαίνει:– η συγκέντρωση πολλών ατόμων σε ένα χώρο για συζήτηση ή διασκέδαση Ετυμολογία – μαζώνω Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook Άρθρα που περιέχουν τη λέξη: Μιτάτα: Τα ιγκλού του ΨηλορείτηΕδώ, οι βοσκοί, τυροκομούν, εδώ «ψήνουν» τη ρακή τους, εδώ κατά την άνοιξη κάνουν τη κουρά (κούρεμα) των προβάτων« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ Προηγούμενο Όρος Λεξικού χωρατό Επόμενο Όρος Λεξικού κλουθώ