μάζωξη

Η λέξη σημαίνει:

– η συγκέντρωση πολλών ατόμων σε ένα χώρο για συζήτηση ή διασκέδαση

Ετυμολογία
– μαζώνω

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ