Η κατσούνα, το σαρίκι και τα στιβάνια. Τα αξεσουάρ των Κρητικών

Κατσούνα

Στα ορεινά της Κρήτης ζει ένα δεντράκι, η αμπελιτσιά, συγγενικό της φτελιάς που κινδυνεύει με εξαφάνιση. Από το ξύλο αμπελιτσιάς κατασκευάζονται παραδοσιακά οι μαγκούρες των βοσκών στην Κρήτη. 

Κρητικές κατσούνες
Κρητικές κατσούνες

Η Κρητική μαγκούρα, ή αλλιώς κατσούνα, αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του σώματος των Κρητικών. Ηλικιωμένοι και νέοι βοσκοί Κρητικοί κρατούσαν συνεχώς μια κατσούνα για να τους βοηθάει στο περπάτημα και κυρίως ανεβαίνοντας ορεινές περιοχές, όπου βοσκούσαν τα ζώα τους και παρέμεναν εκεί για ημέρες.
Ήταν πολύτιμο εργαλείο για την μεταφορά του σακουλιού τους, που περιείχε το καθημερινό κολατσιό και νερό που ετοίμαζε η νοικοκυρά Κρητικοπούλα. Πολύτιμες χρήσεις της κατσούνας ακόμη ήταν να καθαρίζουν οι βοσκοί με αυτήν τα μονοπάτια τους, αλλά και να εγκλωβίζουν με τη ράχη της τα ζώα τους που θέλουν να τους ξεφύγουν, ενώ σε εμπόλεμες εποχές αποτελούσε και όπλο εναντίον του εχθρού. Ακόμα και σήμερα, η κατσούνα χρησιμοποιείται από πολλούς Κρητικούς βοσκούς και κυρίως ηλικιωμένους ανθρώπους, ενώ συμβολίζει ταυτόχρονα την Κρητική υπερηφάνεια και παράδοση.
 

Διάβασε περισσότερα για την κατσούνα

 

Το σαρίκι

Μέχρι την εποχή του Μεσοπολέμου οι Κρητικοί φορούσαν κυρίως το σπαστό κόκκινο φεσάκι με τη μακριά φούντα, το οποίο,να τονίσουμε ότι, δεν έχει καμιά σχέση με το κωνοειδές φέσι των Τούρκων. Παράλληλα φορούσαν και το μεγάλο μαντήλι, που πριν πάρει το τούρκικο όνομα «σαρίκι» λεγόταν «πέτσα». Είδος «πέτσας» φορούσαν οι Κρητικοί από τα τέλη του 15ου αιώνα. Την τύλιγαν στο κεφάλι τους και άφηναν τις άκρες να πέφτουν στους ώμους, εμπρός και πίσω. Πιο παλιά την «πέτσα» τύλιγαν στο λαιμό, είχε φαρδύτερες άκρες, που έπεφταν στους ώμους και την έλεγαν «στόλα». Η «πέτσα» ονομαζόταν και «τζεβρές» , όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κρήτη. Το σαρίκι (μαντήλα), παλαιότερα, ήταν ένα μακρόστενο μεταξωτό πολύχρωμο μαντήλι, το περίφημο» «λαχουρί» με το οποίο αρκετοί Κρήτες τύλιγαν το σπαστό κόκκινο φεσάκι τους. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το σύγχρονο πλεχτό μεταξωτό μαύρο σαρίκι, που θεωρείται στις μέρες μας το παραδοσιακό κεφαλοκάλυμμα του Κρητικού, με τα πυκνά κρόσσια που μοιάζουν με δάκρυα, έκανε την εμφάνισή του το δεύτερο τέταρτο του 20ου αιώνα στην κεντρική Κρήτη. Λέγεται πως έχει πολλά κρόσσια για να δείξει τα πολλά χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη και συμβολίζουν, με το σχήμα τους, τη θλίψη και το θρήνο που προκάλεσε το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου στα 1866.

Κρητικό σαρίκι
Κρητικό σαρίκι

 

Στιβάνια

Οι χειροποίητες κρητικές μπότες (στιβάνια) αποτελούν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της παραδοσιακής τοπικής ενδυμασίας και είναι το μόνο τμήμα της που  εξακολουθεί να «επιζεί» μέχρι και σήμερα και να φοριέται από τους άνδρες ως κύριο υπόδημα καθημερινό ή σχολιανό το χειμώνα. Το μεγάλο τους πλεονέκτημα είναι φτιάχνονται πάνω στο πόδι του ενδιαφερόμενου και προσαρμόζονται απολύτως στις όποιες ιδιομορφίες του ποδιού.

Κρητικά στιβάνια
Κρητικά στιβάνια

Κατά μία εκδοχή η λέξη «στιβάνι» προέρχεται από την ιταλική «stivale», που σημαίνει  μπότα και προέρχεται, πιθανότατα, από την περίοδο της Ενετοκρατίας. Τα στιβάνια ήταν ανέκαθεν  το κύριο υπόδημα του Κρητικού, ο οποίος το χρησιμοποιούσε στο χωράφι ή στο βουνό αλλά και στην καθημερινή του ζωή. Ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικό στις καταπονήσεις και ψηλό μέχρι το γόνατο, περίπου, ώστε  να προστατεύει από τα αγκάθια, το χιόνι, τη λάσπη και να μην σκίζεται στις πέτρες. Για να αντέχουν στην άγρια χρήση τους τα στιβάνια των χωρικών ήταν φτιαγμένα από σκληρό μοσχαρίσιο δέρμα (βακέτα). Αντίθετα τα στιβάνια των κατοίκων της πόλης, που τα χρησιμοποιούσαν όταν επισκεπτόταν την εξοχή, ήταν πιο ελαφριά αφού ήταν φτιαγμένα από μαλακό δέρμα.
 

Διάβασε περισσότερα για τα στιβάνια

 

Θα σε ενδιαφέρουν και αυτά

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

ΣΤΕΙΛΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ