διαγουμίζω Μοιραστείτε: Tweet – εξολοθρεύω – λεηλατώ, αρπάζω πράγματα που δε μου ανήκουν Ετυμολογία μεσαιωνική ελληνική Συνώνυμα: διαγουμιστής« Επιστροφή στο ευρετήριο