κοινάτο

Η λέξη σημαίνει:

– συνεργασία, συνεταιρισμός δυο και περισσοτέρων ατόμων, το κοινό
– η συνεργασία πολλών κτηνοτρόφων με σκοπό να αποκομίσουν κοινά οφέλη από την τυροκομία

Ετυμολογία
κοιν (κοινός) -άτο

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ