– συνεργασία, συνεταιρισμός δυο και περισσοτέρων ατόμων, το κοινό
– η συνεργασία πολλών κτηνοτρόφων με σκοπό να αποκομίσουν κοινά οφέλη από την τυροκομία
Ετυμολογία
κοιν (κοινός) -άτο
– συνεργασία, συνεταιρισμός δυο και περισσοτέρων ατόμων, το κοινό
– η συνεργασία πολλών κτηνοτρόφων με σκοπό να αποκομίσουν κοινά οφέλη από την τυροκομία
Ετυμολογία
κοιν (κοινός) -άτο