καερέτι

Η λέξη σημαίνει:

– υπομονή, εγκαρτέρηση, κουράγιο

Παράδειγμα
κάνω καερέτι: συμπαρίσταμαι, δίνω κουράγιο σε κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, κάνω υπομονή, προσπαθώ να αντέξω μια δυσκολία, δίνω βοήθεια χωρίς αμοιβή για μια εργασία συνήθως γεωργική

Προέλευση
< gayret (τουρκική)

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ