μουτίζω Σημαίνει:– υποκύπτω στη βία, σκύβω το κεφάλι, υποτάσσομαι στον αντίπαλο, συνθηκολογώ, παραδίνομαι Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook Άρθρα που περιέχουν τη λέξη: Το Ολοκαύτωμα της μονής ΑρκαδίουΚορυφαία πράξη του απελευθερωτικού αγώνα των Κρητών, σύμβολο ηρωισμού και θυσίας. Είναι το σημαντικότερο επεισόδιο της Κρητικής Επανάστασης του 1866.« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού Μοιράσου τη λέξη Προηγούμενο Όρος Λεξικού σφάκα Επόμενο Όρος Λεξικού κάτης