σαφί Σημαίνει:– συνέχεια, πάντοτε, αδιαλείπτως Ετυμολογία από το τουρκικό safi = αληθινό, καθαρό Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook Άρθρα που περιέχουν τη λέξη: Λεξικό: μπερετίνεςΤα παράξενα Κρητικά επιρρήματαΤα κρητικά, μαζί με τα κυπριακά, πρέπει να είναι η πιο συγκροτημένη και πλούσια από τις ελληνικές διαλέκτους που είναι άμεσα κατανοητές από τον ομιλητή της κοινής ελληνικής« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού Μοιράσου τη λέξη Προηγούμενο Όρος Λεξικού αμπλά Επόμενο Όρος Λεξικού αβαρεσά