Η λέξη σημαίνει:
– ακούω
– νιώθω, αισθάνομαι, καταλαβαίνω
– εμπιστεύομαι
– υπακούω, λαμβάνω υπόψη μου
– μυρίζω, οσφραίνομαι
Ετυμολογία
> από το μεσαιωνικό γρ(ο)ικῶ/ ἀγρ(ο)ικῶ, λέξη με πολλές ερμηνευτικές δυσκολίες, για την οποία έχουν προταθεί διάφορα έτυμα [..]. Οι ποικίλες προτάσεις που παρατέθηκαν και η αβεβαιότητα ως προς την ετυμολόγηση της λέξεως καθιστούν προτιμότερη την απλογράφηση γρικώ (αντί γροικώ, γρυκώ, γρηκώ).
Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook
Συνώνυμα:
γροικώ