γεντέκι

Η λέξη σημαίνει:

– δοχείο μέσα στο οποίο οι καφετζήδες έχουν έτοιμο ζεστό νερό για να φτιάχνουν τους καφέδες.
– το σκοινί που μ` αυτό σύρονται (ρυμουλκούνται) πλεούμενα από την ξηρά ή από άλλο πλεούμενο
– (συνεκδ.) το ρυμουλκούμενο
– το σκοινί που μ` αυτό δένουμε απ` το λαιμό ένα ζώο και το τραβάμε πίσω μας όχι από ανάγκη αλλά για λόγους μεγαλοπρέπειας
– το ζώο (συνήθως άλογο) που τραβάμε με το σκοινί

Ετυμολογία
τουρκικά yedek = βοηθητικό, εφεδρικό, υποκατάστατο, ανταλλακτικό

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

Συνώνυμα:
γιουντέκι γιγούμι γιογούμι
« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ