πουσουνίζω Η λέξη σημαίνει:– αγοράζω, ψωνίζω Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook Άρθρα που περιέχουν τη λέξη: Κρητικό ανέκδοτο: Ο Κωστής και το μέλι τση αμπλάς τουΔιάλε τη γεράντισή σου και εμαγάρισές με« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ Προηγούμενο Όρος Λεξικού χαμπετώνω Επόμενο Όρος Λεξικού κουταλίζω