βγόδομα

Σημαίνει:

– εργαλείο ή σκεύος που είναι το πιο κατάλληλο για οικιακή ή επαγγελματική χρήση
– το πειραχτήρι, το “καθαρματάκι”
– χρησιμοποείται επίσης για να δηλώσει την απόδοση κάποιας δουλειάς (“Μωρέ το βγοδώσαμε καλά τ’ αμπέλι σήμερο”, “Με το κακό το βγόδομα, δουλειά δεν απομένει”)

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

Συνώνυμα:
χρειασίδι
« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
Μοιράσου τη λέξη