Τι είναι για σένα τ Ανώγεια;
Ένα πανεπιστήμιο, αλλιώτικο για μένα
την πέτρα κάνουμε χαρτί και την αγάπη πένα.
Πώς βλέπεις το μέλλον του χωριού;
Οι ρίζες δεν ξεραίνονται ότι ανυδριές κι αν ‘ρθούνε,
γιατί αν δε βρέξει ο ουρανός το αίμα μας θα πιούνε.
Ποιό είναι το προτέρημα των Ανωγείων;
Το πείραγμα που κάνομε, στα αναμεταξύ μας
γελούμενε και ευτυχείς είμαστε στη ζωή μας.
Ποιο είναι το ελάττωμά τους;
Αν έχουνε ελάττωμα δε θέλω να μιλήσω,
γιατί ναι ένα πρόβλημα που δε μπορώ να λύσω.
Πως κρίνεις τους Ανωγειανούς;
Καλή ναι η ερώτηση, μα ‘γω κριτής δεν κάνω
ξέρω πως εγεννήθηκα, ξέρω πως θα πεθάνω.
Τι είναι αυτό που αγαπάς περισσότερο σ αυτό το χωριό, και τί είναι αυτό που μισείς περισσότερο;
Πολλή δουλειά χρειάζεται για να τα ξεχωρίσω,
δεν το ‘χω και στο αίμα μου για να κατηγορήσω.
Τι νιώθεις όταν ακούς τον ήχο της λύρας;
Η μουσική ναι μια πηγή, τρέχει και δε στερεύγει
κάθομαι και την εγροικώ, και η ψυχή χορεύγει.
Ποιος σκοπός σε κάνει να ανατριχιάζεις;
Η του Στραβού οι κοντυλιές ,ο Χανιώτης απού λένε,
εκάμανε τα μάτια μου,πολλές φορές να κλαίνε.
Ποιος λυράρης σε απογειώνει;
Ο Ψαραντώνης με μεθεί, χωρίς να πιω ποτήρι
και κάνω κοπελίστικα και γίνομαι σεήρι.
Ζεις το χορό πολύ έντονα. Τι νιώθεις όταν χορεύεις;
Όταν χορεύγω γίνομαι, στα ένα με το χώμα
ώ! την παντέρμη κοντυλιά να μη βαστάξει ακόμα.
Διασκεδάζεις μόνο για σένα;
Ναί.
Όταν χορεύγω ευχαριστώ τση λύρας το δοξάρι,
γιατί το χώμα που πατώ, φωνιάζει γειά σου Άρη!
Είσαι από τους καλύτερους μαντιναδολόγους στην Κρήτη. Τι είναι η μαντινάδα για σένα;
Ένα βαθύ συναίσθημα, που βγαίνει από μέσα
και νέφαλο του ουρανού μ ε δίχως αναρέσα.
Πότε έβγαλες την πρώτη σου μαντινάδα, πού και ποιά ήταν;
Όταν η αγάπη χτύπησε την πόρτα της καρδιάς μου. Γύρω στα 25 μου στου Ντουλγκέρη το καφενείο και ήταν:
Εξέφτισε η αγάπη μας σαν τον παλιόν ασβέστη,
κι από τον τοίχο τση καρδιάς, εντάκαρε και πέφτει.
Ποια είναι η καλύτερη μαντινάδα, που έχεις βγάλει;
Τσι μαντινάδες πού βγαλα, τσι βλέπω σαν παιδιά μου
όλες το ίδιο τσ’ αγαπώ γιατί ναι γέννημά μου.
Πως βγαίνει μια μαντινάδα;
Η μαντινάδα για να βγει δε διαθέτεις κόπο
γιατί η παντέρμη κατοικεί εις τση ψυχής τον τόπο.
Ο κύρης μου κι η μάνα μου, το χάρισμα μου ‘δώσαν
που και σ’ εκείνους η στη ζωή άλλοι το παραδώσαν.
Τι σου δίνει το ερέθισμα να «χτίσεις» μια μαντινάδα;
Η αγάπη είναι κίνητρο κι άλλα πολλά τση φύσης,
μια μαντινάδα αθάνατη, χωρίς πηλό να χτίσεις.
Θέλω να μου πεις μια καινούρια μαντινάδα για τον έρωντα, το χωρισμό και το θάνατο.
Ο έρωντας, ο χωρισμός και ο θάνατος που λένε,
από κοπέλι οχτώ χρονώ, τα χω και με παιδένε.
Έχει μέλλον η παράδοση ή σιγά-σιγά τα έθιμα αλλοιώνονται και σβήνουν;
Η παράδοση είναι ένα δέντρο κι οι ρίζες το κρατούνε,
όλο το χρόνο δροσερό, ότι εποχές κι αν ‘ρθούνε.
Για την ιστορία του χωριού τι έχεις να πεις;
Την ιστορία του Χωριού, θα πω με λίγα λόγια
ότι τα κάψαν τρεις φορές και πάλι είν’ Ανώγεια.