– λυγίζω
Ετυμολογία
ζεύω (από όπου παράγεται η ζέβλα (λυγισμένο ξύλο), εξάρτημα του ζυγού, που χρησιμοποιούσαν για να ζεύουν τα ζώα)
Συνώνυμα:
ζεβλωμένος
– λυγίζω
Ετυμολογία
ζεύω (από όπου παράγεται η ζέβλα (λυγισμένο ξύλο), εξάρτημα του ζυγού, που χρησιμοποιούσαν για να ζεύουν τα ζώα)