άρκαλος Η λέξη σημαίνει:– ασβός Ετυμολογία Από το ενδημικό είδος του Κρητικού ασβού “Meles meles arcalus” Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook Άρθρα που περιέχουν τη λέξη: Ο «Σούπερ Μανώλης», ο «Άρκαλος», το «Θεριό», o «Μακελάρης» και άλλοι Κρητικοί υπερήρωεςΚαλώς το Σούπερ Μανωλιό που τσι κακούς ζυγώνει, και που φορεί το σώβρακο πάνω απ'το παντελόνι« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ Προηγούμενο Όρος Λεξικού απής Επόμενο Όρος Λεξικού βαρύχνω