– ζαλίζω, τυφλώνω, στραβώνω
(μεταβατικό) κάνω κάτι να γίνει στραβό, στρεβλό, να μην είναι πια ίσιο
(μεταφορικά) προκαλώ δυσκολίες ή μια άσχημη εξέλιξη
(αμετάβατο) γίνομαι στραβός
(μεταφορικά) παίρνω άσχημη τροπή
Ετυμολογία
[μεσαιωνική ελληνική ζαβός < αραβική زَاوِيَة (zāwiya: γωνία) < ρίζα ز و ي (z-w-y)] + -ώνω