βιδέλο Η λέξη σημαίνει:– κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook Άρθρα που περιέχουν τη λέξη: Σ’ ένα Κρητικό στιβανάδικοΟ μάστορας παίρνει το χαρτί, στρατσόχαρτο, κασαπόχαρτο ή άλλο - ακόμη και κοινό χαρτί γραφής, και ζωγραφίζει. «Ξεσηκώνει» με μολύβι το περίγραμμα, το «αξαμάρι του πόδα». Αυτό είναι το πρώτο βήμα για να κάνεις ένα πετυχημένο ζευγάρι στιβάνια.« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ Προηγούμενο Όρος Λεξικού βουρλίζω Επόμενο Όρος Λεξικού ξεκαυκαλώνω