μεσκίνης

Η λέξη σημαίνει:

– ο λεπρός
– ο δυστυχισμένος, ο άθλιος, ο κακορίζικος, ο κακομοίρης
– ο φτωχός, ο άπορος

Ετυμολογία
< ιταλική meschino < αραβική مسكين (miskīn) < ακκαδική muškēnu

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

Συνώνυμα:
μισκίνης
« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ