λουφάσω Σημαίνει:– λαχανιάζω « Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού Μοιράσου τη λέξη Προηγούμενο Όρος Λεξικού γδικιωμός Επόμενο Όρος Λεξικού κλωρώνια