λεγένι

Η λέξη σημαίνει:

– η λεκάνη που παλιότερα χρησιμοποιούνταν για το πλύσιμο των χεριών, του προσώπου ή του σώματος:

έμπαινε κι έβγαινε σ` ένα τούρκικο χαλκωματάδικο κι αγόραζε πότε ένα ταψί, πότε λεγένια και μπρίκια” Νίκος Καζατζάκης – Καπετάν Μιχάλης

Ετυμολογία
τουρκική leğen < περσική لگن, lagan (= αρχαία ελληνική λεκάνη)

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

Συνώνυμα:
λεγγένι
« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ