σάζω Η λέξη σημαίνει:– φτιάχνω Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook Άρθρα που περιέχουν τη λέξη: Κρητικό ανέκδοτο: Ο Μυλοποταμίτης αγιογράφοςΉταν ξακουστός ένας αγιογράφος σε χωριό του Μυλοποτάμου και γι'αυτό κάποιος Ρεθυμνιώτης, αποφασίζει να πάει να του παραγγείλει μία αγιογραφία.« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ Προηγούμενο Όρος Λεξικού μια ολιά Επόμενο Όρος Λεξικού αξά