Στην Κρήτη τις ημέρες του Πάσχα, πολλοί ήταν αυτοί που έσφαζαν αρνιά ή ρίφια (κατσίκια), αλλά δεν τα σούβλιζαν. Συνήθως, οι Κρητικές νοικοκυρές το μαγείρευαν το Πάσχα στη κατσαρόλα με χόρτα και λαχανικά της εποχής όπως τις αγκινάρες ή αυγολέμονο ή κοκκινιστό …και όχι μόνο. Πιο σπάνια μπορεί να ψηνόταν στα κάρβουνα ή αντικρυστό.
Πιο συγκεκριμένα, ο Παύλος Βλαστός, ο πατέρας της Κρητικής λαογραφίας, μας μεταφέρει:
Εν Κρήτη δεν το γνωρίζουν το ιουδαικόν έθιμος της σφαγής του αμνού και εψήσεως αυτού εις το σουβλί κατά το Πάσχα, όπως εν Ελλάδι. Όλοι οι Κρήτες Χριστιανοί σφάζουν μεν τα εκλεκτώτερα αρνιά των αλλ΄η σούπα και το βραστόν είναι η πρώτη αυτών τροφή μετά την απόλυσιν της Αναστάσεως. Ο λεγόμενος Μαρτής της οικογενείας σφάζεται ουχί εξ ιουδαισμού όμως εθίμου αλλ΄ ως εύγευστος και ελαφριά τροφή της πρώτης κρεωφαγίας μετά τόσην νηστείαν
Το έθιμο του σουβλίσματος, θεωρείται Ιουδαϊκό έθιμο, το οποίο αφομοίωσαν οι χριστιανοί όταν καθιέρωσαν το Πάσχα ως δική τους γιορτή.
Ως έθιμο στην Κρήτη, άρχισε να εμφανίζεται σταδιακά από τις αρχές του 20ου αιώνα, πολύ σποραδικά στην αρχή και πιο έντονα μετά τη δεκαετία του ’60. Θεωρείται, ότι το έθιμο, μεταφέρθηκε με μαζικό τρόπο, αρχικά από τους Κρήτες στρατιώτες των Βαλκανικών πολέμων, οι οποίοι έτυχαν με το στρατό, σε σούβλισμα αρνιού, κατά την περίοδο του Πάσχα. Πιο έντονη έγινε η αφομοίωση του εθίμου, όταν τα ταξίδια έγιναν πιο εύκολα, οι κρητικοί και οι κρητικοπούλες μετανάστευσαν, παντρεύτηκαν έλληνες από άλλες περιοχές της Ελλάδας και άρχισαν να μεταφέρουν το έθιμο και στην Κρήτη.