Η λέξη σημαίνει:
– λιγάκι, ελάχιστα
Ετυμολογία
από το δαγμός (μπουκιά, δάγκωμα) >δαγμίον > δαμίν > δαμί > δαμάκι, δηλ. μια μπουκίτσα!
– λιγάκι, ελάχιστα
Ετυμολογία
από το δαγμός (μπουκιά, δάγκωμα) >δαγμίον > δαμίν > δαμί > δαμάκι, δηλ. μια μπουκίτσα!