δαμάκι

Η λέξη σημαίνει:

– λιγάκι, ελάχιστα

Ετυμολογία
από το δαγμός (μπουκιά, δάγκωμα) >δαγμίον > δαμίν > δαμί > δαμάκι, δηλ. μια μπουκίτσα!

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ