– στόλισμα
– παράδειγμα, πρότυπο, υπόδειγμα
Ετυμολογία
μεσαιωνική ελληνική ἐξόμπλιον, υποκοριστικό του ἔξομπλον < ἔξεμπλον < λατινική exemplum (δείγμα, παράδειγμα, άξιο προσοχής) < eximo < ex + emo < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *em-
– στόλισμα
– παράδειγμα, πρότυπο, υπόδειγμα
Ετυμολογία
μεσαιωνική ελληνική ἐξόμπλιον, υποκοριστικό του ἔξομπλον < ἔξεμπλον < λατινική exemplum (δείγμα, παράδειγμα, άξιο προσοχής) < eximo < ex + emo < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *em-