αναντρανίζω

Η λέξη σημαίνει:

– σηκώνω τα μάτια

Ετυμολογία
αναντρανίζω < α + τρανός = μεγάλος

Ακολούθησε το Cretans στο Google News και στο Facebook

« Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού
ΣΤΕΙΛΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ