ποβγάνω Σημαίνει:– διώχνω, βγάζω έξω, ξεπροβοδίζω Ετυμολογία (α)ποβγάζω < από + βγάζω < εβγάλλω < εκ + βάλλω « Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού Μοιράσου τη λέξη Προηγούμενο Όρος Λεξικού αβαρεσά Επόμενο Όρος Λεξικού παντονιάρω