ρημάσω Σημαίνει:– ρημάζω, ερημώνω, φθείρω, καταστρέφω « Επιστροφή στο ευρετήριο του Κρητικού Λεξικού Μοιράσου τη λέξη Προηγούμενο Όρος Λεξικού ρέγομαι Επόμενο Όρος Λεξικού ριζιμιός